υποψάλλω

υποψάλλω
ὑποψάλλω ΝΑ [ψάλλω]
νεοελλ.
τραγουδώ χαμηλόφωνα
αρχ.
1. (σχετικά με χορδή) αγγίζω ελαφρά
2. προτρέπω, παρακινώ κάποιον να τραγουδήσει
3. (αμτβ.) τραγουδώ αποκρινόμενος στο τραγούδι άλλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποψαλμός — ο, Ν [υποψάλλω] υπόψαλμα …   Dictionary of Greek

  • υπόψαλμα — το / ὑπόψαλμα, άλματος, ΝΑ [ὑποψάλλω] νεοελλ. εφύμνιο αρχ. ανταπόκριση, αντιφώνηση σε τραγούδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”